βάψη

βάψη
η см. βάψιμο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βάψη" в других словарях:

  • βάψη — η (Α βάψις) [βάπτω] 1. το βάψιμο, η σκλήρυνση σιδερένιου αντικειμένου 2. χρώμα, χροιά (κυρίως του προσώπου) …   Dictionary of Greek

  • βάψῃ — βάπτω dip aor subj mid 2nd sg βάπτω dip aor subj act 3rd sg βάπτω dip fut ind mid 2nd sg βάψηι , βάψις dipping fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάψηι — βάψῃ , βάπτω dip aor subj mid 2nd sg βάψῃ , βάπτω dip aor subj act 3rd sg βάψῃ , βάπτω dip fut ind mid 2nd sg βάψις dipping fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»